αιολική διάλεκτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αιολική διάλεκτος | ||
γενική | της | αιολικής διαλέκτου | ||
αιτιατική | την | αιολική διάλεκτο | ||
κλητική | αιολκή διάλεκτε | |||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασία
αιολική διάλεκτος θηλυκό
- (γλώσσα) αρχαία ελληνική διάλεκτος που μιλιόταν στους κλασικούς χρόνους στην αρχαία Θεσσαλία, στη Βοιωτία, στη Λέσβο και στις μικρασιατικές ακτές.