Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Αιολία οι Αιολίες
      γενική της Αιολίας των Αιολιών
    αιτιατική την Αιολία τις Αιολίες
     κλητική Αιολία Αιολίες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Αιολία < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Αιολία θηλυκό, μόνο στον ενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία