↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η περιοχή οι περιοχές
      γενική της περιοχής των περιοχών
    αιτιατική την περιοχή τις περιοχές
     κλητική περιοχή περιοχές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
περιοχή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική περιοχή[1] < περιέχω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pe.ɾi.oˈçi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πε‐ρι‐ο‐χή

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

περιοχή θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία