Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αδικημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Προφορά
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αδικημέν
ος
η
αδικημέν
η
το
αδικημέν
ο
γενική
του
αδικημέν
ου
της
αδικημέν
ης
του
αδικημέν
ου
αιτιατική
τον
αδικημέν
ο
την
αδικημέν
η
το
αδικημέν
ο
κλητική
αδικημέν
ε
αδικημέν
η
αδικημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αδικημέν
οι
οι
αδικημέν
ες
τα
αδικημέν
α
γενική
των
αδικημέν
ων
των
αδικημέν
ων
των
αδικημέν
ων
αιτιατική
τους
αδικημέν
ους
τις
αδικημέν
ες
τα
αδικημέν
α
κλητική
αδικημέν
οι
αδικημέν
ες
αδικημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
a.ði.ciˈme.nos
/
τυπογραφικός συλλαβισμός
:
α‐δι‐κη‐μέ‐νος
Μετοχή
επεξεργασία
αδικημένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
αδικώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αδικημένος
αγγλικά
:
wronged
(en)
αφρικάανς
:
verkeerde
(af)
γαλλικά
:
frustré
(fr)
,
brimé
(fr)
,
lésé
(fr)