ενικός         πληθυντικός  
offense offenses

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

offense (en) (αμερικανική γραφή)

  1. η προσβολή
  2. (αθλητισμός) η επίθεση
    ⮡  Our offense isn’t good, coach.
    Η επίθεσή μας δεν είναι καλή, προπονητή.

Συγγενικά

επεξεργασία

Άλλες μορφές

επεξεργασία



      ενικός         πληθυντικός  
offense offenses

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

offense (fr) θηλυκό