offense
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
offense | offenses |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαoffense (en) (αμερικανική γραφή)
- η προσβολή
- (αθλητισμός) η επίθεση
- ⮡ Our offense isn’t good, coach.
- Η επίθεσή μας δεν είναι καλή, προπονητή.
- ⮡ Our offense isn’t good, coach.
Συγγενικά
επεξεργασίαΆλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
offense | offenses |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαoffense (fr) θηλυκό
- η προσβολή