ενοχοποιήσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαενοχοποιήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ενοχοποιώ
- θα ενοχοποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ενοχοποιώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαενοχοποιήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ενοχοποίηση