implicate
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | implicate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | implicates |
αόριστος | implicated |
παθητική μετοχή | implicated |
ενεργητική μετοχή | implicating |
Ρήμα
επεξεργασίαimplicate (en)
- ενοχοποιώ, δείχνω ή υπονοώ ότι κάποιος εμπλέκεται σε κάτι κακό ή εγκληματικό
- υπονοώ, δείχνω ή υπονοώ ότι κάτι είναι η αιτία για κάτι κακό
Πηγές
επεξεργασία- implicate - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 295. ISBN 9780194325684., λήμμα: ενοχοποιώ