ενεστώτας implicate
γ΄ ενικό ενεστώτα implicates
αόριστος implicated
παθητική μετοχή implicated
ενεργητική μετοχή implicating

implicate (en)

  1. ενοχοποιώ, δείχνω ή υπονοώ ότι κάποιος εμπλέκεται σε κάτι κακό ή εγκληματικό
    ⮡  His testimony implicated many high-ranking officials.
    Η κατάθεσή του ενοχοποίησε πολλούς αξιωματούχους.
     συνώνυμα: involve
  2. υπονοώ, δείχνω ή υπονοώ ότι κάτι είναι η αιτία για κάτι κακό
    ⮡  Are you implicating that I’m lying?
    Υπονοείς ότι λέω ψέματα;
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη allude