ενοχοποιητικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ενοχοποιητικά < ενοχοποιητικός + -ά
Επίρρημα επεξεργασία
ενοχοποιητικά
Μεταφράσεις επεξεργασία
ενοχοποιητικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
ενοχοποιητικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ενοχοποιητικό