ενοχοποιητικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαενοχοποιητικός
- που έχει σχέση με την ενοχοποίηση, αναφέρεται ή συμβάλλει σ’ αυτή
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ενοχοποιητικός
ενοχοποιητικός