φταίχτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | φταίχτης | οι | φταίχτες |
γενική | του | φταίχτη | των | φταιχτών |
αιτιατική | τον | φταίχτη | τους | φταίχτες |
κλητική | φταίχτη | φταίχτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαφταίχτης αρσενικό (θηλυκό: φταίχτρα)