Ετυμολογία

επεξεργασία

πταίω

  • (αρχαιοπρεπές, απαρχαιωμένο) φταίω, στην ιστορική φράση τίς πταίει;;
      Τὸ ἔθνος δὲν πταίει… Μετὰ τὰ παθήματα τοῦ παρελθόντος, τίθεται ἐκ νέου εἰς τὸ ἔθνος τὸ δίλημμα τῆς ὑποταγῆς εἰς τὴν αὐθαιρεσίαν ἢ τῆς επαναστάσεως, εἶναι τὸ ἔθνος καταδικαστέον διότι δὲν σπεύδει ν’ ἀποδεχθεῖ τὸ δεύτερον;
    άρθρο «Τίς πταίει;» του Χαρίλαου Τρικούπη που δημοσιεύτηκε (ανώνυμο) στην εφημερίδα Καιροί, στις 29 Ιουνίου 1874 (αφιέρωμα @greeklanguage.gr)



πταίω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πταίω



Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  πταίω   πταίομαι 
Παρατατικός  ἔπταιον   ἐπταιόμην 
Μέλλοντας  πταίσω 
Αόριστος  ἔπταισα   ἐπταίσθη 
Παρακείμενος  ἔπταικα 
Υπερσυντέλικος  ἐπταίκειν 
Συντελ.Μέλλ.

Ετυμολογία

επεξεργασία