πταίστης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πταίστης < αρχαία ελληνική πταίω, πταισ- + -της
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπταίστης αρσενικό (θηλυκό πταίστρια)
- ο φταίχτης
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη πταίω πταίγω, φταίγω
Πηγές
επεξεργασία- πταίστης - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- σελ. 291, Τόμος 18 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.