ἐπίπταισμα
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ἐπίπταισμᾰ | τὰ | ἐπιπταίσμᾰτᾰ |
γενική | τοῦ | ἐπιπταίσμᾰτος | τῶν | ἐπιπταισμᾰ́των |
δοτική | τῷ | ἐπιπταίσμᾰτῐ | τοῖς | ἐπιπταίσμᾰσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸ | ἐπίπταισμᾰ | τὰ | ἐπιπταίσμᾰτᾰ |
κλητική ὦ! | ἐπίπταισμᾰ | ἐπιπταίσμᾰτᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐπιπταίσμᾰτε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἐπιπταισμᾰ́τοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαἐπίπταισμα ουδέτερο
- το χτύπημα των δακτύλων (του αντίχειρα με τον μέσο και το δείκτη)
- (Αριστοφάνης, Αποσπάσματα, 773.
- τὰ δὲ ὑπὲρ τοὺς δακτύλους κρούματα, πταίσματα· Ἀριστοφάνης δὲ καὶ ἐπιπταίσματα αὐτὰ καλεῖ
- και τα χτυπήματα με τα δάχτυλα, 'πταίσματα' [ονομάζονται]· ο Αριστοφάνης μάλιστα τα ονομάζει και 'ἐπιπταίσματα'
- Πολυδεύκης (Pollux), ΙΙ, 199 Augustus Meineke, Fragmenta comicorum Graecorum @books.google
- ≈ συνώνυμα: πταῖσμα, ἀποκρότημα
- (μουσική) το παίξιμο μια χορδής με το δάχτυλο
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη πταῖσμα
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἐπίπταισμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- Michaelides, Solon (Μιχαηλίδης, Σόλων). The Music of Ancient Greece. An Encyclopaedia. [Η Μουσική της Αρχαίας Ελλάδας.] (στα αγγλικά) Λονδίνο: Faber and Faber, 1978. ISBN: 0 571 10021 X.