Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀποληκέω < ἀπο- + ληκέω (χτυπώ)

  Ρήμα επεξεργασία

ἀποληκέω (συνηρημένο: ἀποληκῶ)

  • δημιουργώ ήχο χρησιμοποιώντας τα δάκτυλα

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία