Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἀποκρότημᾰ τὰ ἀποκροτήμᾰτ
      γενική τοῦ ἀποκροτήμᾰτος τῶν ἀποκροτημᾰ́των
      δοτική τῷ ἀποκροτήμᾰτ τοῖς ἀποκροτήμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ ἀποκρότημᾰ τὰ ἀποκροτήμᾰτ
     κλητική ! ἀποκρότημᾰ ἀποκροτήμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀποκροτήμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  ἀποκροτημᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀποκρότημα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἀποκρότημα ουδέτερο

  • η δημιουργία ήχου, κρότου με τη χρήση δακτύλων, του μέσου και του δείκτη (σε συνδυασμό με τον αντίχειρα)
    τῶν δακτύλων ἀποκρότημα

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία