ἀποκρότημα
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ἀποκρότημᾰ | τὰ | ἀποκροτήμᾰτᾰ |
γενική | τοῦ | ἀποκροτήμᾰτος | τῶν | ἀποκροτημᾰ́των |
δοτική | τῷ | ἀποκροτήμᾰτῐ | τοῖς | ἀποκροτήμᾰσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸ | ἀποκρότημᾰ | τὰ | ἀποκροτήμᾰτᾰ |
κλητική ὦ! | ἀποκρότημᾰ | ἀποκροτήμᾰτᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀποκροτήμᾰτε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀποκροτημᾰ́τοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἀποκρότημα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ἀποκρότημα ουδέτερο
- η δημιουργία ήχου, κρότου με τη χρήση δακτύλων, του μέσου και του δείκτη (σε συνδυασμό με τον αντίχειρα)
- τῶν δακτύλων ἀποκρότημα
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- ἀποκροτέω, ἀποκροτῶ
- ἀπόκροτος
- και → δείτε τη λέξη κρότος
Δείτε επίσης επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- ἀποκρότημα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.