↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἀποκρότημᾰ τὰ ἀποκροτήμᾰτ
      γενική τοῦ ἀποκροτήμᾰτος τῶν ἀποκροτημᾰ́των
      δοτική τῷ ἀποκροτήμᾰτ τοῖς ἀποκροτήμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ ἀποκρότημᾰ τὰ ἀποκροτήμᾰτ
     κλητική ! ἀποκρότημᾰ ἀποκροτήμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀποκροτήμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  ἀποκροτημᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀποκρότημα < Μορφολογικά αναλύεται σε ἀπο- + -κρότημα. • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀποκρότημα ουδέτερο

  • (σπάνιο) η δημιουργία ήχου, κρότου με τη χρήση δακτύλων
    ※  ἔσθιε πῖνε παῖζε, ὡς τἆλλα τούτου οὐκ ἄξια, τοῦ ἀποκροτήματος (Στράβων, 14. 5. 9)
    φάε, πίνε, παίζε, τίποτα άλλο δεν είναι άξια, του χτυπήματος των δαχτύλων

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία