ἀποκρότημα
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ἀποκρότημᾰ | τὰ | ἀποκροτήμᾰτᾰ |
γενική | τοῦ | ἀποκροτήμᾰτος | τῶν | ἀποκροτημᾰ́των |
δοτική | τῷ | ἀποκροτήμᾰτῐ | τοῖς | ἀποκροτήμᾰσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸ | ἀποκρότημᾰ | τὰ | ἀποκροτήμᾰτᾰ |
κλητική ὦ! | ἀποκρότημᾰ | ἀποκροτήμᾰτᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀποκροτήμᾰτε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀποκροτημᾰ́τοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἀποκρότημα < Μορφολογικά αναλύεται σε ἀπο- + -κρότημα. • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἀποκρότημα ουδέτερο
- (σπάνιο) η δημιουργία ήχου, κρότου με τη χρήση δακτύλων
- ※ ἔσθιε πῖνε παῖζε, ὡς τἆλλα τούτου οὐκ ἄξια, τοῦ ἀποκροτήματος (Στράβων, 14. 5. 9)
- φάε, πίνε, παίζε, τίποτα άλλο δεν είναι άξια, του χτυπήματος των δαχτύλων
- ※ ἔσθιε πῖνε παῖζε, ὡς τἆλλα τούτου οὐκ ἄξια, τοῦ ἀποκροτήματος (Στράβων, 14. 5. 9)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- ἀποκροτέω, ἀποκροτῶ
- ἀπόκροτος
- και → δείτε τη λέξη κρότος
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἀποκρότημα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.