Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀποκροτέω < λείπει η ετυμολογία

ἀποκροτέω

  • δημιουργώ ήχο (κρότο) χτυπώντας τα δάχτυλά μου
    ※  ἐνταῦθα δʼ εἶναι μνῆμα τοῦ Σαρδαναπάλλου καὶ τύπον λίθινον συμβάλλοντα τοὺς τῆς δεξιᾶς χειρὸς δακτύλους ὡς ἂν ἀποκροτοῦντα, καὶ ἐπιγραφὴν εἶναι Ἀσσυρίοις γράμμασι τοιάνδε (Στράβων, 14. 5. 9)
    εκεί δε είναι το μνήμα του Σαρδανάπαλλου και στο πέτρινο μνημείο, έχει τα δάχτυλα του δεξιού του χεριού σαν να τα χτυπά, και την εξής επιγραφή με ασσυριακή γράμματα