Ετυμολογία

επεξεργασία
contrecoup < contre- + coup

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kɔ̃.tʁə.ku/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
contrecoup contrecoups

contrecoup (fr) αρσενικό