reflet
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
reflet | reflets |
Ουσιαστικό
επεξεργασία
reflet (fr) αρσενικό
- η αντανάκλαση
- η αναλαμπή
- η ανταύγεια
- (σε καθρέφτη) το είδωλο
ενικός | πληθυντικός |
reflet | reflets |
reflet (fr) αρσενικό