↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απήχηση οι απηχήσεις
      γενική της απήχησης* των απηχήσεων
    αιτιατική την απήχηση τις απηχήσεις
     κλητική απήχηση απηχήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, απηχήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
απήχηση < (ελληνιστική κοινήἀπήχησις < αρχαία ελληνική ἀπηχέω < ἀπό + ἠχέω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

απήχηση θηλυκό

  1. ο αντίλαλος, η αντήχηση
  2. η επίδραση, η εντύπωση ή η αντίδραση που προκαλεί κάποιο γεγονός, ενέργεια ή λόγος
     συνώνυμα: αντίκτυπος

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία