απήχηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | απήχηση | οι | απηχήσεις |
γενική | της | απήχησης* | των | απηχήσεων |
αιτιατική | την | απήχηση | τις | απηχήσεις |
κλητική | απήχηση | απηχήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, απηχήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- απήχηση < (ελληνιστική κοινή) ἀπήχησις < αρχαία ελληνική ἀπηχέω < ἀπό + ἠχέω
Ουσιαστικό
επεξεργασίααπήχηση θηλυκό
- ο αντίλαλος, η αντήχηση
- η επίδραση, η εντύπωση ή η αντίδραση που προκαλεί κάποιο γεγονός, ενέργεια ή λόγος
Συγγενικά
επεξεργασία- απηχητικός
- απηχητικότητα
- → δείτε τις λέξεις απηχώ και ήχος