απηχητικότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- απηχητικότητα < απηχητικός + -ότητα
Ουσιαστικό επεξεργασία
απηχητικότητα θηλυκό
- (σπάνιο) (λόγιο) η ιδιότητα του απηχητικού, αυτού που έχει ή δημιουργεί απήχηση
Μεταφράσεις επεξεργασία
απηχητικότητα
|