echo
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
echo | echoes |
Ετυμολογία
επεξεργασία- echo < (κληρονομημένο) μέση αγγλική ecco / ekko < λατινική ecco < echo < αρχαία ελληνική ἠχώ < ἠχή
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαecho (en)
- η ηχώ
- το γράμμα E στο φωνητικό αλφάβητο του NATO
Ρήμα
επεξεργασίαecho (en)
- κάνω ηχώ
Δείτε επίσης
επεξεργασία- echo στην αγγλική Βικιπαίδεια