Δείτε επίσης: ἀντιλαλῶ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντιλαλώ < (ελληνιστική κοινήἀντιλαλέω / ἀντιλαλῶ < ἀντί + αρχαία ελληνική λαλέω / λαλῶ

  Ρήμα επεξεργασία

αντιλαλώ

  1. ακούγομαι δυνατά και μακριά (για ήχο)
  2. είμαι γεμάτος από ήχους που ακούγονται δυνατά και έχουν διάρκεια (για χώρο)
  3. (ανα)παράγω ήχο που ακούγεται δυνατά και μακριά

Συνώνυμα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία