ενεστώτας ring out
γ΄ ενικό ενεστώτα rings out
αόριστος rang out
παθητική μετοχή rung out
ενεργητική μετοχή ringing out

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ring out < → δείτε τις λέξεις ring και out

ring out (en)

  • αντηχώ, αντιλαλώ, για δυνατό ήχο που ακούγεται σε μεγάλη έκταση
    ⮡  A shot rang out in the night.
    Ένας πυροβολισμός αντήχησε μέσα στη νύχτα.
    ⮡  The sound of the bell rang out throughout the village.
    Αντιλαλούσε σ΄ όλο το χωριό ο ήχος της καμπάνας.