écot
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
écot | écots |
écot (fr) αρσενικό
- μερίδιο που πληρώνει κάθε συνδαιτυμόνας σε γεύμα όπου τα έξοδα είναι κοινά
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
écot | écots |
écot (fr) αρσενικό