écoté
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- écoté < écot
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | écoté | écotés |
θηλυκό | écotée | écotées |
écoté (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | écoté | écotés |
θηλυκό | écotée | écotées |
écoté (fr)