υπερηχογράφος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υπερηχογράφος < υπέρηχος + -ο- + -γράφος ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική ultrasonograph[1])
Ουσιαστικό επεξεργασία
υπερηχογράφος αρσενικό
- (ιατρική) μηχάνημα με το οποίο γίνονται υπερηχογραφίες
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη υπερηχογραφία
Μεταφράσεις επεξεργασία
υπερηχογράφος
- ↑ υπερηχογράφος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας