ηχογραφημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ηχογραφημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ηχογραφώ
Μετοχή
επεξεργασίαηχογραφημένος, -η, -ο
- που έχει ηχογραφηθεί
Μεταφράσεις
επεξεργασία ηχογραφημένος
ηχογραφημένος, -η, -ο