καταγεγραμμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καταγεγραμμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου καταγράφομαι
Μετοχή
επεξεργασίακαταγεγραμμένος, -η, -ο
- που έχει καταγραφεί στο παρελθόν και εξακολουθεί να είναι εγγεγραμμένος σε κάποια επίσημα αρχεία
- είναι καταγεγραμμένος στους εκλογικούς καταλόγους
- καταγεγραμμένες μετοχές
Μεταφράσεις
επεξεργασία καταγεγραμμένος