Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καταγεγραμμένος η καταγεγραμμένη το καταγεγραμμένο
      γενική του καταγεγραμμένου της καταγεγραμμένης του καταγεγραμμένου
    αιτιατική τον καταγεγραμμένο την καταγεγραμμένη το καταγεγραμμένο
     κλητική καταγεγραμμένε καταγεγραμμένη καταγεγραμμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καταγεγραμμένοι οι καταγεγραμμένες τα καταγεγραμμένα
      γενική των καταγεγραμμένων των καταγεγραμμένων των καταγεγραμμένων
    αιτιατική τους καταγεγραμμένους τις καταγεγραμμένες τα καταγεγραμμένα
     κλητική καταγεγραμμένοι καταγεγραμμένες καταγεγραμμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

καταγεγραμμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου καταγράφομαι

  Μετοχή επεξεργασία

καταγεγραμμένος, -η, -ο

  • που έχει καταγραφεί στο παρελθόν και εξακολουθεί να είναι εγγεγραμμένος σε κάποια επίσημα αρχεία
  • είναι καταγεγραμμένος στους εκλογικούς καταλόγους
  • καταγεγραμμένες μετοχές

  Μεταφράσεις επεξεργασία