ακατάγραφτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαακατάγραφτος
- που δεν έχει καταγραφεί ή δεν μπορεί να καταγραφεί
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- ακατάγραφτα
- → δείτε τις λέξεις καταγράφω, κατά και γράφω
Μεταφράσεις
επεξεργασία ακατάγραφτος
|