αποθεματικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
αποθεματικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με το απόθεμα, αναφέρεται σ’ αυτό ή φυλάγεται ως απόθεμα
- (ουσιαστικοποιημένο) αποθεματικό
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αποθεματικός
|