Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποθεματικός η αποθεματική το αποθεματικό
      γενική του αποθεματικού της αποθεματικής του αποθεματικού
    αιτιατική τον αποθεματικό την αποθεματική το αποθεματικό
     κλητική αποθεματικέ αποθεματική αποθεματικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποθεματικοί οι αποθεματικές τα αποθεματικά
      γενική των αποθεματικών των αποθεματικών των αποθεματικών
    αιτιατική τους αποθεματικούς τις αποθεματικές τα αποθεματικά
     κλητική αποθεματικοί αποθεματικές αποθεματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποθεματικός < απόθεμα + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

αποθεματικός, -ή, -ό

  1. που έχει σχέση με το απόθεμα, αναφέρεται σ’ αυτό ή φυλάγεται ως απόθεμα
  2. (ουσιαστικοποιημένο) αποθεματικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία