Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποθεματοποιώ < απόθεμα + -ο- + -ποιώ

  Ρήμα επεξεργασία

αποθεματοποιώ (παθητική φωνή: αποθεματοποιούμαι)

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία