Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ρεζερβέ < réservé < participe passé του réserver

  Επίθετο επεξεργασία

ρεζερβέ άκλιτο

  1. αυτός που είναι αγκαζαρισμένος, που έχει κρατηθεί
    το εστιατόριο ανοίγει την είσοδο στους θαμώνες του κατόπιν ρεζερβέ
  2. που βάζω κατά μέρος, που βάζω στην άκρη, έχω ως εφεδρεία
    άσε ένα απόθεμα ρεζερβέ για ώρα έκτακτης ανάγκης

  Μεταφράσεις επεξεργασία