αγκαζαρισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αγκαζαρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αγκαζάρω
Μετοχή
επεξεργασίααγκαζαρισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη αγκαζάρω
Μεταφράσεις
επεξεργασία αγκαζαρισμένος
|
αγκαζαρισμένος, -η, -ο
|