εμποδίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εμποδίζομαι: παθητική φωνή του ρήματος εμποδίζω
Ρήμα
επεξεργασίαεμποδίζομαι
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εμποδίζομαι | εμποδιζόμουν(α) | θα εμποδίζομαι | να εμποδίζομαι | ||
β' ενικ. | εμποδίζεσαι | εμποδιζόσουν(α) | θα εμποδίζεσαι | να εμποδίζεσαι | (εμποδίζου) | |
γ' ενικ. | εμποδίζεται | εμποδιζόταν(ε) | θα εμποδίζεται | να εμποδίζεται | ||
α' πληθ. | εμποδιζόμαστε | εμποδιζόμαστε εμποδιζόμασταν |
θα εμποδιζόμαστε | να εμποδιζόμαστε | ||
β' πληθ. | εμποδίζεστε | εμποδιζόσαστε εμποδιζόσασταν |
θα εμποδίζεστε | να εμποδίζεστε | (εμποδίζεστε) | |
γ' πληθ. | εμποδίζονται | εμποδίζονταν εμποδιζόντουσαν |
θα εμποδίζονται | να εμποδίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εμποδίστηκα | θα εμποδιστώ | να εμποδιστώ | εμποδιστεί | ||
β' ενικ. | εμποδίστηκες | θα εμποδιστείς | να εμποδιστείς | εμποδίσου | ||
γ' ενικ. | εμποδίστηκε | θα εμποδιστεί | να εμποδιστεί | |||
α' πληθ. | εμποδιστήκαμε | θα εμποδιστούμε | να εμποδιστούμε | |||
β' πληθ. | εμποδιστήκατε | θα εμποδιστείτε | να εμποδιστείτε | εμποδιστείτε | ||
γ' πληθ. | εμποδίστηκαν εμποδιστήκαν(ε) |
θα εμποδιστούν(ε) | να εμποδιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω εμποδιστεί | είχα εμποδιστεί | θα έχω εμποδιστεί | να έχω εμποδιστεί | εμποδισμένος | |
β' ενικ. | έχεις εμποδιστεί | είχες εμποδιστεί | θα έχεις εμποδιστεί | να έχεις εμποδιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει εμποδιστεί | είχε εμποδιστεί | θα έχει εμποδιστεί | να έχει εμποδιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε εμποδιστεί | είχαμε εμποδιστεί | θα έχουμε εμποδιστεί | να έχουμε εμποδιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε εμποδιστεί | είχατε εμποδιστεί | θα έχετε εμποδιστεί | να έχετε εμποδιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν εμποδιστεί | είχαν εμποδιστεί | θα έχουν εμποδιστεί | να έχουν εμποδιστεί |