δεσμευμένο αναγνωριστικό
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- δεσμευμένο αναγνωριστικό < → δείτε τις λέξεις δεσμευμένος και αναγνωριστικό, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική reserved identifier
Πολυλεκτικός όροςΕπεξεργασία
δεσμευμένο αναγνωριστικό
- (προγραμματισμός) συνώνυμο της δεσμευμένης λέξης
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
δεσμευμένο αναγνωριστικό