δεσμεύομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δεσμεύομαι < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαδεσμεύομαι, πρτ.: δεσμευόμουν, στ.μέλλ.: θα δεσμευτώ, αόρ.: δεσμεύτηκα, μτχ.π.π.: δεσμευμένος
- περιορίζομαι από νομική ή ηθική υποχρέωση
- υπόσχομαι ότι θα τηρήσω μια υποχρέωση