Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας bind up
γ΄ ενικό ενεστώτα binds up
αόριστος bound up
παθητική μετοχή bound up
ενεργητική μετοχή binding up

  Ετυμολογία επεξεργασία

bind up < → δείτε τις λέξεις bind και up

  Ρήμα επεξεργασία

bind up (en)

  Πηγές επεξεργασία

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 211. ISBN 9780194325684. , λήμμα: δένω