Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός attached
συγκριτικός more attached
υπερθετικός most attached

attached (en)

  • είμαι δεμένος με κάποιον, έχω δεσμός, μου αρέσει κάποιος ή κάτι πολύ
    ⮡  He is very attached to his mother.
    Είναι πολύ δεμένος με τη μητέρα μου.
    ⮡  She is deeply attached to her father.
    Έχει μεγάλο δεσμό με τον πατέρα της.

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

attached (en)