Ετυμολογία

επεξεργασία
μπαινοβγαίνω < μπαίνω + βγαίνω

μπαινοβγαίνω

  1. μπαίνω και βγαίνω διαρκώς
  2. συχνάζω, γίνομαι θαμώνας

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία