Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπαινοβγαίνω < μπαίνω + βγαίνω

  Ρήμα επεξεργασία

μπαινοβγαίνω

  1. μπαίνω και βγαίνω διαρκώς
  2. συχνάζω, γίνομαι θαμώνας

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία