Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πήζω < ελληνιστική πήσσω (αόριστος έπηξα) < αρχαία ελληνική πήγνυμι

  Ρήμα επεξεργασία

πήζω

  1. (μεταβατικό) μετατρέπω από υγρό σε, μαλακό συνήθως, στερεό
  2. (μεταφορικά) κουράζω υπερβολικά
  3. (αμετάβατο) μετατρέπομαι από υγρό σε, μαλακό συνήθως, στερεό
    αντίθετα με τη κοινή αντίληψη το γιαούρτι δεν πήζει όταν κάνει πολύ κρύο
  4. (μεταφορικά) (+από ή +με) ασφυκτιώ
  5. (μεταφορικά) (+σε ή +από) γεμίζω ασφυκτικά (σαν να μετατρέπομαι σε στερεό)
    έπηξε το δωμάτιο από τα βιβλία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία