• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

πήχτρα

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
    • 1.4 Επίρρημα
      • 1.4.1 Δείτε επίσης
      • 1.4.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πήχτρα οι πήχτρες
      γενική της πήχτρας —
    αιτιατική την πήχτρα τις πήχτρες
     κλητική πήχτρα πήχτρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
πήχτρα < πήζω + -τρα

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈpi.xtra/
τυπογραφικός συλλαβισμός : πή‐χτρα

Ουσιαστικό

επεξεργασία

πήχτρα θηλυκό

  • (προφορικό, σπάνιο) κάτι που είναι γεμάτο σε ασφυκτικό βαθμό

Επίρρημα

επεξεργασία

πήχτρα

  • (προφορικό) γεμάτο σε ασφυκτικό βαθμό

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • τίγκα
  • φίσκα

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    πήχτρα
  • γαλλικά : plein à ras-bord (fr), bourré (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=πήχτρα&oldid=6516870"
Τελευταία επεξεργασία στις 2 Δεκεμβρίου 2023, στις 20:37

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 2 Δεκεμβρίου 2023, στις 20:37.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας