• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

πηχτή

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Μεταφράσεις
    • 1.4 Κλιτικός τύπος επιθέτου

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πηχτή οι πηχτές
      γενική της πηχτής των πηχτών
    αιτιατική την πηχτή τις πηχτές
     κλητική πηχτή πηχτές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
πηχτή < ελληνιστική κοινή πηκτή, θηλυκό του πηκτός < πήγνυμι

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /piˈxti/
ομόηχο: πηχτοί

Ουσιαστικό

επεξεργασία

πηχτή θηλυκό

  1. πηγμένο ζουμί από σούπα, κυρίως από χοιρινή κρεατόσουπα
  2. η ζελατίνη

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    πηχτή
  • αγγλικά : πηχτή από οτιδήποτε: aspic (en), όχι ακριβώς: brawn (en)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

πηχτή

  • ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του πηχτός
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=πηχτή&oldid=7112766"
Τελευταία επεξεργασία στις 11 Μαΐου 2025, στις 17:23

Γλώσσες

    • English
    • Malagasy
    • Polski
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 11 Μαΐου 2025, στις 17:23.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας