• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

πηγμένος

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Μετοχή
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πηγμένος η πηγμένη το πηγμένο
      γενική του πηγμένου της πηγμένης του πηγμένου
    αιτιατική τον πηγμένο την πηγμένη το πηγμένο
     κλητική πηγμένε πηγμένη πηγμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πηγμένοι οι πηγμένες τα πηγμένα
      γενική των πηγμένων των πηγμένων των πηγμένων
    αιτιατική τους πηγμένους τις πηγμένες τα πηγμένα
     κλητική πηγμένοι πηγμένες πηγμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
πηγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πήζω

Μετοχή

επεξεργασία

πηγμένος, -η, -ο

  • → δείτε τη λέξη πήζω

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    πηγμένος
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=πηγμένος&oldid=5505063"
Τελευταία επεξεργασία στις 2 Φεβρουαρίου 2022, στις 17:03

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 2 Φεβρουαρίου 2022, στις 17:03.
      • Page was rendered with Parsoid.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας