πηγμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πηγμένος | η | πηγμένη | το | πηγμένο |
γενική | του | πηγμένου | της | πηγμένης | του | πηγμένου |
αιτιατική | τον | πηγμένο | την | πηγμένη | το | πηγμένο |
κλητική | πηγμένε | πηγμένη | πηγμένο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πηγμένοι | οι | πηγμένες | τα | πηγμένα |
γενική | των | πηγμένων | των | πηγμένων | των | πηγμένων |
αιτιατική | τους | πηγμένους | τις | πηγμένες | τα | πηγμένα |
κλητική | πηγμένοι | πηγμένες | πηγμένα | |||
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πηγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πήζω
Μετοχή
επεξεργασίαπηγμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη πήζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία πηγμένος
|