↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πηκτός η πηκτή το πηκτό
      γενική του πηκτού της πηκτής του πηκτού
    αιτιατική τον πηκτό την πηκτή το πηκτό
     κλητική πηκτέ πηκτή πηκτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πηκτοί οι πηκτές τα πηκτά
      γενική των πηκτών των πηκτών των πηκτών
    αιτιατική τους πηκτούς τις πηκτές τα πηκτά
     κλητική πηκτοί πηκτές πηκτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πηκτός < αρχαία ελληνική πηκτός < πήγνυμι

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /piˈktos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πη‐κτός

  Επίθετο

επεξεργασία

πηκτός, -ή, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη πήζω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική πηκτός πηκτή τὸ πηκτόν
      γενική τοῦ πηκτοῦ τῆς πηκτῆς τοῦ πηκτοῦ
      δοτική τῷ πηκτ τῇ πηκτ τῷ πηκτ
    αιτιατική τὸν πηκτόν τὴν πηκτήν τὸ πηκτόν
     κλητική ! πηκτέ πηκτή πηκτόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ πηκτοί αἱ πηκταί τὰ πηκτᾰ́
      γενική τῶν πηκτῶν τῶν πηκτῶν τῶν πηκτῶν
      δοτική τοῖς πηκτοῖς ταῖς πηκταῖς τοῖς πηκτοῖς
    αιτιατική τοὺς πηκτούς τὰς πηκτᾱ́ς τὰ πηκτᾰ́
     κλητική ! πηκτοί πηκταί πηκτᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ πηκτώ τὼ πηκτᾱ́ τὼ πηκτώ
      γεν-δοτ τοῖν πηκτοῖν τοῖν πηκταῖν τοῖν πηκτοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πηκτός < πήγνυμι

  Επίθετο

επεξεργασία

πηκτός, -ή, -όν

  1. σταθερός, εδραιωμένος
  2. τοποθετημένος μαζί (κυρίως για ξύλινη κατασκευή)
  3. πηγμένος

Άλλες μορφές

επεξεργασία