Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εδραιωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εδραιωμέν
ος
η
εδραιωμέν
η
το
εδραιωμέν
ο
γενική
του
εδραιωμέν
ου
της
εδραιωμέν
ης
του
εδραιωμέν
ου
αιτιατική
τον
εδραιωμέν
ο
την
εδραιωμέν
η
το
εδραιωμέν
ο
κλητική
εδραιωμέν
ε
εδραιωμέν
η
εδραιωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εδραιωμέν
οι
οι
εδραιωμέν
ες
τα
εδραιωμέν
α
γενική
των
εδραιωμέν
ων
των
εδραιωμέν
ων
των
εδραιωμέν
ων
αιτιατική
τους
εδραιωμέν
ους
τις
εδραιωμέν
ες
τα
εδραιωμέν
α
κλητική
εδραιωμέν
οι
εδραιωμέν
ες
εδραιωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
εδραιωμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
εδραιώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εδραιωμένος
γαλλικά
:
consolidé
(fr)