Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ζελατίνη οι ζελατίνες
      γενική της ζελατίνης των ζελατινών
    αιτιατική τη ζελατίνη τις ζελατίνες
     κλητική ζελατίνη ζελατίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζελατίνη < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ζελατίνη θηλυκό

  • ουσία ζωικής προέλευσης που χρησιμοποιείται για να πήξει υγρά φαγώσιμα

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία