Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ζελατίνα οι ζελατίνες
      γενική της ζελατίνας των ζελατινών
    αιτιατική τη ζελατίνα τις ζελατίνες
     κλητική ζελατίνα ζελατίνες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζελατίνα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ζελατίνα θηλυκό

  1. ονομασία πολλών ειδών πλαστικού που είναι πολύ λεπτά και διαφανή
  2. η ζελατίνη

  Μεταφράσεις επεξεργασία