μπασταρδάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μπασταρδάκι | τα | μπασταρδάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | μπασταρδάκι | τα | μπασταρδάκια |
κλητική | μπασταρδάκι | μπασταρδάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μπασταρδάκι < μπάσταρδ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ba.staɾˈða.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπα‐σταρ‐δά‐κι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπασταρδάκι ουδέτερο
- (οικείο) το νόθο παιδί
- (μεταφορικά) το πανέξυπνο παιδί κατά τη μεταφορική σημασία του μπάσταρδος
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε μπάσταρδος
μπασταρδάκι
|