Ετυμολογία

επεξεργασία
μπασταρδεύω < μπάσταρδος

μπασταρδεύω

  1. (μεταβατικό) νοθεύω
    τώρα τελευταία έχουν μπασταρδέψει και τον καφέ
  2. (αμετάβατο) αλλάζω χαρακτήρα προς το χειρότερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία