μπασταρδεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μπασταρδεύω < μπάσταρδος
Ρήμα
επεξεργασίαμπασταρδεύω
- (μεταβατικό) νοθεύω
- τώρα τελευταία έχουν μπασταρδέψει και τον καφέ
- (αμετάβατο) αλλάζω χαρακτήρα προς το χειρότερο
Μεταφράσεις
επεξεργασία μπασταρδεύω