γενικότερος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαχωρίς άρθρο, συγκριτικός βαθμός με το άρθρο, σχετικός υπερθετικός βαθμός | ||||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | γενικότερος | η | γενικότερη | το | γενικότερο |
γενική | του | γενικότερου | της | γενικότερης | του | γενικότερου |
αιτιατική | τον | γενικότερο | τη | γενικότερη | το | γενικότερο |
κλητική | γενικότερε | γενικότερη | γενικότερο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | γενικότεροι | οι | γενικότερες | τα | γενικότερα |
γενική | των | γενικότερων | των | γενικότερων | των | γενικότερων |
αιτιατική | τους | γενικότερους | τις | γενικότερες | τα | γενικότερα |
κλητική | γενικότεροι | γενικότερες | γενικότερα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγενικότερος, -η, -ο
- συγκριτικός βαθμός του γενικός
Παράγωγα
επεξεργασία- γενικότερα (επίρρημα)